- ἔκαμψα
- κάμπτωkam̃p-asaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάμπτω — έκαμψα, κάμφθηκα 1. λυγίζω κάτι: Πιτυοκάμπτης λεγόταν αυτός που έκαμπτε τις κουκουναριές. 2. κάνω στροφή: Το αεροπλάνο έκαμψε ανατολικά. 3. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι: Με έκαμψαν τα βάσανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔκαμψ' — ἔκαμψα , κάμπτω kam̃p as aor ind act 1st sg ἔκαμψε , κάμπτω kam̃p as aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτω — κάμπτω, έκαμψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής